Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



γίνομαι, να


Ερμηνεία:

 [πρώτο πρόσωπο ενικού υποτακτικής ουρ. γίνομια (παράγομαι, γεννιεμαι, συντελούμαι, πραγματοποιούμαι, παίρνω υπόσταση)]



Ετυμολογία:

[<(Όμηρ.) γίγνομαι (γίνομαι , γεννιέμια) < γίνομαι , Κ.δ. 667 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ἀλλὰ καταντᾷ νὰ γίνεται αὐτός: κρύος σὰν τὸ χιόνι [Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: